τετραχηλισμένα, τά
Ερμηνεία:
(ξεσκεπασμένα) [μετοχή παρακ. μέσης φωνής του ρ. τραχηλίζομαι = λυγίζεται ο λαιμός μου προς τα πίσω (ως θύμα), ώστε να ανοίγει, όταν κοπεί [Λεξικό Liddell & Scott], είμαι ακάλυπτος, ξεσκεπασμένος, πιάνομαι από τον τράχηλο, μετοχ. τετραχηλισμένος, -η, -ο = αυτός που έχει τραχηλισθεί, ο ακάλυπτος, ο ξεσκεπασμένος, ο πιασμένος από το λαιμό, εκείνου που ο λαιμός έχει λυγίσει προς τα πίσω. Το λυγίζω λεγόταν για τους παλαιστές, που λύγιζαν το λαιμό κάποιου προς τα πίσω και έτσι τον νικούσαν εντελώς). Ο Ησύχιος ως τετραχηλισμένα αναφέρει τα πεφανερωμένα, αυτά που έχουν φανερωθεί (Γιατρομανωλάκης Γ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 10-08-97, Σελ.Σ12.] [Καινή Διαθήκη τραχηλίζομαι (επιστ. Αποστόλου Παύλου προς Εβραίους, 4,13]
Ετυμολογία:
τράχηλος < τραχηλίζω < τραχηλίζομαι
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ... [Ο έρωτας στα χιόνια]*
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|